- γυμνασίας
- γυμνασίᾱς , γυμνασίαright to usefem acc plγυμνασίᾱς , γυμνασίαright to usefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обоучениѥ — ОБОУЧЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Обучение: различьны и многообразьны ди˫авол˫а стрѣлы. и неизвѣстѣишеихъ разѹмъмь. ѹстра˫аѥть мѧсти ˫а. възбран˫аѥть же обычьнааго. обѹчени˫а братиѥ. сѣ˫а имъ помышлени˫а нечистоты. и осквьрнѥни˫а принеси. (τῆς συνήϑους… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PARTIBUS Doctor (in) — in PARTIBUS Doctor legitur in Epitaphio, quod Clar. Naudaeus edidit: Hîc iacet Iudocus, Qui fuit Romae coquus, Magister in Artibus, Et doctor in Partibus, Et de gratia speciali, Hortus in hospitali. Et exstat in Bibliotheca Sangermanensi Galliae… … Hofmann J. Lexicon universale
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek